μετακαλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμετακαλώ (παθητική φωνή: μετακαλούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- αμετάκλητα
- αμετάκλητος
- αμετακλήτως
- μετάκληση
- μετακλητός
- → δείτε τις λέξεις μετά και καλώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μετακαλώ | μετακαλούσα | θα μετακαλώ | να μετακαλώ | μετακαλώντας | |
β' ενικ. | μετακαλείς | μετακαλούσες | θα μετακαλείς | να μετακαλείς | (μετακάλει) | |
γ' ενικ. | μετακαλεί | μετακαλούσε | θα μετακαλεί | να μετακαλεί | ||
α' πληθ. | μετακαλούμε | μετακαλούσαμε | θα μετακαλούμε | να μετακαλούμε | ||
β' πληθ. | μετακαλείτε | μετακαλούσατε | θα μετακαλείτε | να μετακαλείτε | μετακαλείτε | |
γ' πληθ. | μετακαλούν(ε) | μετακαλούσαν(ε) | θα μετακαλούν(ε) | να μετακαλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετακάλεσα | θα μετακαλέσω | να μετακαλέσω | μετακαλέσει | ||
β' ενικ. | μετακάλεσες | θα μετακαλέσεις | να μετακαλέσεις | μετακάλεσε | ||
γ' ενικ. | μετακάλεσε | θα μετακαλέσει | να μετακαλέσει | |||
α' πληθ. | μετακαλέσαμε | θα μετακαλέσουμε | να μετακαλέσουμε | |||
β' πληθ. | μετακαλέσατε | θα μετακαλέσετε | να μετακαλέσετε | μετακαλέστε | ||
γ' πληθ. | μετακάλεσαν μετακαλέσαν(ε) |
θα μετακαλέσουν(ε) | να μετακαλέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μετακαλέσει | είχα μετακαλέσει | θα έχω μετακαλέσει | να έχω μετακαλέσει | ||
β' ενικ. | έχεις μετακαλέσει | είχες μετακαλέσει | θα έχεις μετακαλέσει | να έχεις μετακαλέσει | ||
γ' ενικ. | έχει μετακαλέσει | είχε μετακαλέσει | θα έχει μετακαλέσει | να έχει μετακαλέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μετακαλέσει | είχαμε μετακαλέσει | θα έχουμε μετακαλέσει | να έχουμε μετακαλέσει | ||
β' πληθ. | έχετε μετακαλέσει | είχατε μετακαλέσει | θα έχετε μετακαλέσει | να έχετε μετακαλέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μετακαλέσει | είχαν μετακαλέσει | θα έχουν μετακαλέσει | να έχουν μετακαλέσει |
|