Ετυμολογία

επεξεργασία
μετακαλώ < αρχαία ελληνική μετακαλέω / μετακαλῶ < μετά + καλέω / καλῶ

μετακαλώ (παθητική φωνή: μετακαλούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία