• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αμετακλήτως

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Επίρρημα
    • 1.4 Αναφορές

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμετακλήτως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀμετακλήτως < ελληνιστική κοινή ἀμετάκλητος [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.me.taˈkli.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐με‐τα‐κλή‐τως
τονικό παρώνυμο: αμετάκλητος

  Επίρρημα επεξεργασία

αμετακλήτως

  • (λόγιο) αμετάκλητα

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ↑ αμετάκλητος, αμετακλήτως -  Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αμετακλήτως&oldid=5294054"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Οκτωβρίου 2021, στις 06:24

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Οκτωβρίου 2021, στις 06:24.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας