Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετάκληση οι μετακλήσεις
      γενική της μετάκλησης* των μετακλήσεων
    αιτιατική τη μετάκληση τις μετακλήσεις
     κλητική μετάκληση μετακλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετακλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετάκληση < ελληνιστική κοινή μετάκλησις < αρχαία ελληνική μετακαλέω / μετακαλῶ < μετά + καλέω / καλῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /meˈta.kli.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετάκληση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία