Δείτε επίσης: Θεόκλητος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεόκλητος η θεόκλητη το θεόκλητο
      γενική του θεόκλητου της θεόκλητης του θεόκλητου
    αιτιατική τον θεόκλητο τη θεόκλητη το θεόκλητο
     κλητική θεόκλητε θεόκλητη θεόκλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεόκλητοι οι θεόκλητες τα θεόκλητα
      γενική των θεόκλητων των θεόκλητων των θεόκλητων
    αιτιατική τους θεόκλητους τις θεόκλητες τα θεόκλητα
     κλητική θεόκλητοι θεόκλητες θεόκλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θεόκλητος < (ελληνιστική κοινήθεόκλητος < αρχαία ελληνική θεός + καλέω / καλῶ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /θeˈo.kli.tos/

  Επίθετο

επεξεργασία

θεόκλητος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / θεόκλητος τὸ θεόκλητον
      γενική τοῦ/τῆς θεοκλήτου τοῦ θεοκλήτου
      δοτική τῷ/τῇ θεοκλήτ τῷ θεοκλήτ
    αιτιατική τὸν/τὴν θεόκλητον τὸ θεόκλητον
     κλητική ! θεόκλητε θεόκλητον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ θεόκλητοι τὰ θεόκλητ
      γενική τῶν θεοκλήτων τῶν θεοκλήτων
      δοτική τοῖς/ταῖς θεοκλήτοις τοῖς θεοκλήτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς θεοκλήτους τὰ θεόκλητ
     κλητική ! θεόκλητοι θεόκλητ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θεοκλήτω τὼ θεοκλήτω
      γεν-δοτ τοῖν θεοκλήτοιν τοῖν θεοκλήτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θεόκλητος < αρχαία ελληνική θεός + καλώ

  Επίθετο

επεξεργασία

θεόκλητος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία