Θεόκλητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Θεόκλητος | οι | Θεόκλητοι |
γενική | του | Θεόκλητου & Θεοκλήτου |
των | Θεόκλητων & Θεοκλήτων |
αιτιατική | τον | Θεόκλητο | τους | Θεόκλητους & Θεοκλήτους |
κλητική | Θεόκλητε | Θεόκλητοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Θεόκλητος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Θεόκλητος < (ελληνιστική κοινή) θεόκλητος < αρχαία ελληνική θεός + καλέω / καλῶ
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΘεόκλητος αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Θεόκλητος
|