Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χασοδίκης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
χασοδίκ
ης
οι
χασοδίκ
ες
γενική
του
χασοδίκ
η
των
χασοδικ
ών
αιτιατική
τον
χασοδίκ
η
τους
χασοδίκ
ες
κλητική
χασοδίκ
η
χασοδίκ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
χασοδίκης
<
χάνω
(
έχασα
) +
-ο-
+
-δίκης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χασοδίκης
αρσενικό
(
μειωτικό
) ο
δικηγόρος
που (
συνήθως
) χάνει μια
δίκη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χασοδίκης