débatteur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- débatteur < απόδοση για την αγγλική debater
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | debatteureur | debatteureurs |
θηλυκό | debatteureuse | debatteureuses |
débatteur (fr)
- αγορητής που αγαπάει τις δημόσιες συζητήσεις και επιχειρηματολογία