ενικός         πληθυντικός  
discussion discussions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

discussion (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η συζήτηση για ένα θέμα, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να συζητώ
    ⮡  after much discussion - ύστερα από πολλή συζήτηση
    ⮡  We had a long discussion about it.
    Είχαμε μεγάλη συζήτηση γι' αυτό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη talk



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
discussion discussions

discussion (fr) θηλυκό