ζητούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζητούμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζητούμενος
Μετοχή
επεξεργασίαζητούμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ζητάω/ζητώ: αυτός που ζητείται (συνήθως για αφηρημένες έννοιες)
- ⮡ η ζητούμενη λύση
- ⮡ ο ζητούμενος παράγοντας στην εξίσωση
Συγγενικά
επεξεργασία- ζητούμενο (ως ουσιαστικό)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαζητούμενος, -η, -ον