ταμπάκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ταμπάκος | οι | ταμπάκοι |
γενική | του | ταμπάκου | των | ταμπάκων |
αιτιατική | τον | ταμπάκο | τους | ταμπάκους |
κλητική | ταμπάκε | ταμπάκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταμπάκος < καθαρεύουσα ταμβάκος[1]. Ή < ταμπάκ(ο) με μεταπλασμό σε αρσενικό + ος[2]. Από < ιταλική tabacco < ισπανική tabaco
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταμπάκος αρσενικό
- σκόνη λεπτοκομμένων φύλλων καπνού που ρουφούσαν από τη μύτη
- (γενικότερα) λεπτοκομμένος καπνός για στρίψιμο τσιγάρου[3]
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ταμπάκο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ταμπάκης (ο βυρσοδέψης, διαφορετικής ετυμολογίας)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταμπάκος
→ δείτε τη λέξη ταμπάκο |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ ταμπάκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταμπάκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική tobacco < αραβική → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταμπάκος αρσενικό
- άγριος άνθρωπος, τσακάλι
Πηγές επεξεργασία
- ταμπάκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας