Δείτε επίσης: ταμπάκης
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταμπάκος οι ταμπάκοι
      γενική του ταμπάκου των ταμπάκων
    αιτιατική τον ταμπάκο τους ταμπάκους
     κλητική ταμπάκε ταμπάκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταμπάκος αρσενικό

  1. σκόνη λεπτοκομμένων φύλλων καπνού που ρουφούσαν από τη μύτη
  2. (γενικότερα) λεπτοκομμένος καπνός για στρίψιμο τσιγάρου[3]

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • ταμπάκης (ο βυρσοδέψης, διαφορετικής ετυμολογίας)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. ταμπάκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)