Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ταμπάκου

  1. (αρσενικό) γενική ενικού του ταμπάκος
  2. (ουδέτερο) γενική ενικού του ταμπάκο