ταμπάκης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταμπάκης < (άμεσο δάνειο) τουρκική tabak < αραβική دباغ (dabbāg̠ẖ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταμπάκης αρσενικό (θηλυκό: ταμπάκαινα)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταμπάκης
→ δείτε τη λέξη βυρσοδέψης |