↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βυρσοδέψης οι βυρσοδέψες
      γενική του βυρσοδέψη των βυρσοδεψών
    αιτιατική τον βυρσοδέψη τους βυρσοδέψες
     κλητική βυρσοδέψη βυρσοδέψες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βυρσοδέψης < αρχαία ελληνική βυρσοδέψης < βύρσα + δέψω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βυρσοδέψης αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό βυρσοδέψις)

  1. (επάγγελμα) ο τεχνίτης/βιοτέχνης που κατεργάζεται δέρματα
  2. (επάγγελμα) ο ιδιοκτήτης βυρσοδεψείου

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία