βυρσοδεψείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βυρσοδεψείο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βυρσοδεψεῖον < αρχαία ελληνική βυρσοδέψης < → δείτε βύρσα + -δεψ + -ης (δέφω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /viɾ.so.ðeˈpsi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βυρ‐σο‐δε‐ψεί‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
βυρσοδεψείο ουδέτερο
- το εργαστήριο κατεργασίας δερμάτων
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη βύρσα