Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δέφω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

δέφω

  1. επεξεργάζομαι και μαλακώνω κάτι δουλεύοντάς το με το χέρι
  2. (κατ’ επέκταση) αυνανίζομαι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Πηγές επεξεργασία