Ετυμολογία

επεξεργασία
δέφω < λείπει η ετυμολογία

δέφω

  1. επεξεργάζομαι και μαλακώνω κάτι δουλεύοντάς το με το χέρι
  2. (κατ’ επέκταση) αυνανίζομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

→ λείπει η κλίση