Δείτε επίσης: Βύρσα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βύρσα οι βύρσες
      γενική της βύρσας των βυρσών
    αιτιατική τη βύρσα τις βύρσες
     κλητική βύρσα βύρσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βύρσα θηλυκό

  • (λόγιο) το δέρμα ενός ζώου που έχει υποστεί ειδική κατεργασία για να έχει μεγάλη αντοχή σε φθορές λόγω σκληρής χρήσης

Μεταφράσεις

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βύρσ αἱ βύρσαι
      γενική τῆς βύρσης τῶν βυρσῶν
      δοτική τῇ βύρσ ταῖς βύρσαις
    αιτιατική τὴν βύρσᾰν τὰς βύρσᾱς
     κλητική ! βύρσ βύρσαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βύρσ
γεν-δοτ τοῖν  βύρσαιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
βύρσα < πιθανόν συνδέεται με τη λατινική burra (πυκνόμαλλο ρούχο) [1]
Κατ' άλλη άποψη ...  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βύρσα θηλυκό

  • δέρμα ζώου που έχει γδαρθεί

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.