γναφέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γναφέας | οι | γναφείς |
γενική | του | γναφέα & γναφέως |
των | γναφέων |
αιτιατική | τον | γναφέα | τους | γναφείς |
κλητική | γναφέα | γναφείς | ||
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γναφέας < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική γναφέας < ελληνιστική κοινή γναφεύς < αρχαία ελληνική κναφεύς < κνάπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγναφέας αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γναφέας
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .