γναφευτική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γναφευτική < ελληνιστική κοινή γναφευτική, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου γναφευτικός < αρχαία ελληνική κναφευτικός < κναφεύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγναφευτική θηλυκό
- η τέχνη του γναφέα
- O μηλιακός ρωμαϊκός αμφορέας δεν είναι ένας οινικός αμφορέας –αλλά ένας αμφορέας που περιείχε θειϊκά άλατα του μαγγανίου και του σιδήρου, γνωστά ως στυπτηρία γη, χρήσιμα στην ιατρική και τη γναφευτική. Τα τελευταία χρόνια, ο αμφορέας αυτός βρέθηκε σε ανασκαφές γναφείων / εργαστηριακών / βιοτεχνικών χώρων, στην Ιταλία και τη Ν. Γαλατία. (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία γναφευτική
|