↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σκυτοτόμος οι σκυτοτόμοι
      γενική του/της σκυτοτόμου των σκυτοτόμων
    αιτιατική τον/τη σκυτοτόμο τους/τις σκυτοτόμους
     κλητική σκυτοτόμε σκυτοτόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκυτοτόμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκυτοτόμος (αρσενικό) < σκῦτο(ς) (κατεργασμένο δέρμα) + -τόμος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sci.toˈto.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκυ‐το‐τό‐μος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκυτοτόμος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δε σχετίζεται η σκυτάλη.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκυτοτόμος οἱ σκυτοτόμοι
      γενική τοῦ σκυτοτόμου τῶν σκυτοτόμων
      δοτική τῷ σκυτοτόμ τοῖς σκυτοτόμοις
    αιτιατική τὸν σκυτοτόμον τοὺς σκυτοτόμους
     κλητική ! σκυτοτόμε σκυτοτόμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκυτοτόμω
γεν-δοτ τοῖν  σκυτοτόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκυτοτόμος < σκῦτο(ς) (κατεργασμένο δέρμα) + -τόμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκυτοτόμος, -ου αρσενικό

  1. (επάγγελμα) κατασκευαστής σκύτινων (δερμάτινων) ειδών
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 7 (Η. Ἕκτορος καὶ Αἴαντος μονομαχία. Νεκρῶν ἀναίρεσις.), στίχ. 221 (219-221)
    Αἴας δ᾽ ἐγγύθεν ἦλθε φέρων σάκος ἠΰτε πύργον,
    χάλκεον ἑπταβόειον, ὅ οἱ Τυχίος κάμε τεύχων,
    σκυτοτόμων ὄχ᾽ ἄριστος, […]
    Και ο Αίας επροχώρησε μ᾽ ασπίδα ωσάν πύργον, / χάλκινην μ᾽ επτά δέρματα που του έκαμε ο Τυχίος / των σκυτοτόμων έξοχος,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 10, 601c
    ποιήσει δέ γε σκυτοτόμος καὶ χαλκεύς;
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 6, 2.37
    ἄξω δὲ καὶ τοὺς ἐν τῇ στρατιωτικῇ ἡλικίᾳ σὺν τοῖς ὀργάνοις χαλκέας τε καὶ τέκτονας καὶ σκυτοτόμους
     συνώνυμα: σκυτεύς, σκυτοδέψης, βυρσοδέψης, σκυτοβυρσεύς, σκυτορράφος
  2. (ειδικότερα, υπόδηση) υποδηματοποιός
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 740 (738-740)
    τοὺς μὲν καλούς τε κἀγαθοὺς οὐ προσδέχει,
    σαυτὸν δὲ λυχνοπώλαισι καὶ νευρορράφοις
    καὶ σκυτοτόμοις καὶ βυρσοπώλαισιν δίδως.
    δεν ανοίγεις την αγκαλιά σου σε άντρες με τα όλα τους, / δίνεσαι όμως σε φαναρτζήδες / και σε παπουτσήδες και σε δερματάδες.
    Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
     συνώνυμα: σκυτεύς, σκυτορράφος

Συγγενικά

επεξεργασία

με σκυτοτομ-

→ και δείτε τις λέξεις σκῦτος και τέμνω

Δείτε επίσης

επεξεργασία