Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκύτινος η σκύτινη το σκύτινο
      γενική του σκύτινου της σκύτινης του σκύτινου
    αιτιατική τον σκύτινο τη σκύτινη το σκύτινο
     κλητική σκύτινε σκύτινη σκύτινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκύτινοι οι σκύτινες τα σκύτινα
      γενική των σκύτινων των σκύτινων των σκύτινων
    αιτιατική τους σκύτινους τις σκύτινες τα σκύτινα
     κλητική σκύτινοι σκύτινες σκύτινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκύτινος < αρχαία ελληνική σκύτινος < σκῦτος

  Επίθετο επεξεργασία

σκύτινος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία