βύρσινος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βύρσινος | η | βύρσινη | το | βύρσινο |
γενική | του | βύρσινου | της | βύρσινης | του | βύρσινου |
αιτιατική | τον | βύρσινο | τη | βύρσινη | το | βύρσινο |
κλητική | βύρσινε | βύρσινη | βύρσινο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βύρσινοι | οι | βύρσινες | τα | βύρσινα |
γενική | των | βύρσινων | των | βύρσινων | των | βύρσινων |
αιτιατική | τους | βύρσινους | τις | βύρσινες | τα | βύρσινα |
κλητική | βύρσινοι | βύρσινες | βύρσινα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βύρσινος < ελληνιστική κοινή βύρσινος < αρχαία ελληνική βύρσα
Επίθετο επεξεργασία
βύρσινος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις βύρσα και βυρσοδέψης
Μεταφράσεις επεξεργασία
βύρσινος
|