↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκυτεύς οἱ σκυτεῖς - σκυτῆς*
      γενική τοῦ σκυτέως τῶν σκυτέων
      δοτική τῷ σκυτεῖ τοῖς σκυτεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν σκυτέ τοὺς σκυτέᾱς
     κλητική ! σκυτεῦ σκυτεῖς - σκυτῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκυτ1 ή σκυτεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  σκυτέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκυτεύς < σκῦτ(ος) + -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκυτεύς αρσενικό