σκυτεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σκυτεύς | οἱ | σκυτεῖς - σκυτῆς* |
γενική | τοῦ | σκυτέως | τῶν | σκυτέων |
δοτική | τῷ | σκυτεῖ | τοῖς | σκυτεῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | σκυτέᾱ | τοὺς | σκυτέᾱς |
κλητική ὦ! | σκυτεῦ | σκυτεῖς - σκυτῆς* | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκυτῆ1 ή σκυτεῖ2 | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σκυτέοιν | ||
* αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασκυτεύς αρσενικό
- (επάγγελμα) συνώνυμο του σκυτοτόμος
Πηγές
επεξεργασία- σκυτεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκυτεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.