γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σκυτοτομικός σκυτοτομική τὸ σκυτοτομικόν
      γενική τοῦ σκυτοτομικοῦ τῆς σκυτοτομικῆς τοῦ σκυτοτομικοῦ
      δοτική τῷ σκυτοτομικ τῇ σκυτοτομικ τῷ σκυτοτομικ
    αιτιατική τὸν σκυτοτομικόν τὴν σκυτοτομικήν τὸ σκυτοτομικόν
     κλητική ! σκυτοτομικέ σκυτοτομική σκυτοτομικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σκυτοτομικοί αἱ σκυτοτομικαί τὰ σκυτοτομικᾰ́
      γενική τῶν σκυτοτομικῶν τῶν σκυτοτομικῶν τῶν σκυτοτομικῶν
      δοτική τοῖς σκυτοτομικοῖς ταῖς σκυτοτομικαῖς τοῖς σκυτοτομικοῖς
    αιτιατική τοὺς σκυτοτομικούς τὰς σκυτοτομικᾱ́ς τὰ σκυτοτομικᾰ́
     κλητική ! σκυτοτομικοί σκυτοτομικαί σκυτοτομικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σκυτοτομικώ τὼ σκυτοτομικᾱ́ τὼ σκυτοτομικώ
      γεν-δοτ τοῖν σκυτοτομικοῖν τοῖν σκυτοτομικαῖν τοῖν σκυτοτομικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκυτοτομικός < σκυτοτόμ(ος) + -ικός
Και ουσιαστικοποιημένο θηλυκό σκυτοτομική.

  Επίθετο

επεξεργασία

σκυτοτομικός, -ή, -όν

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία