palić (pl)

  1. καίω
    palić drewno / papier - καίω ξύλο / χαρτί
    ten samochód pali 7 litrów benzyny na sto kilometrów - αυτό το αμάξι καίει 7 λίτρα στα εκατό χιλιόμετρα
    wódka paliła go w gardło - η βότκα του έκαψε το λαιμό
  2. ανάβω
  3. καπνίζω
    nie palę cygar - δεν καπνίζω πούρα

Συγγενικά

επεξεργασία