πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική palarnia palarnie
γενική palarni palarń
δοτική palarni palarniom
αιτιατική palarnię palarnie
οργανική palarnią palarniami
τοπική palarni palarniach
κλητική palarnio palarnie

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

palarnia (pl) θηλυκό