paliwo
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paliwo | paliwa |
γενική | paliwa | paliw |
δοτική | paliwu | paliwom |
αιτιατική | paliwo | paliwa |
οργανική | paliwem | paliwami |
τοπική | paliwu | paliwach |
κλητική | paliwo | paliwa |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpaliwo (pl) ουδέτερο