Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
smoke smokes

smoke (en)

  1. (μη μετρήσιμο) ο καπνός, μείγμα από αέρια και στερεά σωματίδια που εκπέμπει ένα σώμα όταν καίγεται
    ⮡  White/gray smoke is coming out of the chimney.
    Από την καμινάδα βγαίνει άσπρος/γκρίζος καπνός.
  2. (ανεπίσημο) το κάπνισμα τσιγάρου κτλ., μια πράξη του καπνίσματος ενός τσιγάρου
    ⮡  Let’s have a smoke.
    Ας κάνουμε τσιγάρο.
ενεστώτας smoke
γ΄ ενικό ενεστώτα smokes
αόριστος smoked
παθητική μετοχή smoked
ενεργητική μετοχή smoking

smoke (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) καπνίζω, βάζω στο στόμα μου την άκρη ενός αναμμένου τσιγάρου, πούρου ή πίπας και κατά διαστήματα εισπνέω τον καπνό και τον εκπνέω από το στόμα ή από τη μύτη
    ⮡  Do you mind if I smoke?
    Σας πειράζει να καπνίσω';
  2. (αμετάβατο) καπνίζω, έχω τη συνήθεια να καπνίζω
    ⮡  He has been smoking since he was little.
    Καπνίζει από μικρός.
    ⮡  I don’t smoke.
    Εγώ δεν καπνίζω.
  3. (αμετάβατο) καπνίζω, βγάζω, αναδίδω καπνό
    ⮡  The fireplace smokes a lot.
    Το τζάκι καπνίζει πολύ.
  4. (μεταβατικό) καπνίζω, κρεμώ τροφές, κυρίως κρέας, ψάρι ή τυρί, πάνω από τον καπνό ξύλων που καίγονται, σε ειδικό συνήθως χώρο, για να τα διατηρήσω
    ⮡  I am smoking herrings.
    Καπνίζω ρέγγες.