ἀτμίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ἀτμίς < ἀτμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἀτμίς, -ίδος θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- ἀτμός
- ἀτμίζω αχνίζω και εξαφανίζομαι, εξατμίζομαι
ἀτμίς, -ίδος θηλυκό