Δείτε επίσης: σταλία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταλιά οι σταλιές
      γενική της σταλιάς των σταλιών
    αιτιατική τη σταλιά τις σταλιές
     κλητική σταλιά σταλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταλιά < στάλα + -ιά < σταλάζω (αναδρομικός σχηματισμός) < ελληνιστική κοινή σταλάζω < αρχαία ελληνική σταλάσσω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σταλιά θηλυκό

  1. άλλη μορφή του στάλα, σταγόνα
  2. (κατ’ επέκταση) μικρή ποσότητα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Επίρρημα

επεξεργασία

(μια) σταλιά

  1. λίγο
  2. καθόλου

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία