σταλία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σταλία | οι | σταλίες |
γενική | της | σταλίας | των | σταλιών |
αιτιατική | τη | σταλία | τις | σταλίες |
κλητική | σταλία | σταλίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σταλία < (άμεσο δάνειο) ιταλική stallia < stallo (σταματώ / μένω)[1] < πρωτογερμανική *stallaz (στάση, σταθερός, σταματώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stel- (θέτω, βάζω, στέκομαι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασταλία θηλυκό
- (ναυτικός όρος) ο χρόνος που παραμένει κάποιο πλοίο σε λιμενικές εγκαταστάσεις για διάφορους λόγους (φόρτωση, εκφόρτωση, επισκευή κ.λπ.). Συνήθως χρησιμοποιείται στον πληθυντικό: σταλίες
- ※ τα πλοία δεν μπορούσαν να εκφορτώνουν το φορτίο τους και οι σταλίες που πλήρωναν για κάθε μέρα καθυστέρησης ωδηγούσαν στην επιβολή επιναύλου στο λιμάνι (Κώστας Δούκας, Τα χρόνια της ντροπής: Μυθ(ιστόρημα), Νίκος Κ. Δούκας, 2017)
- (φυτό) είδος φυτού της οικογένειας των Χεδροπών