σταλίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σταλίτσα | οι | σταλίτσες |
γενική | της | σταλίτσας | — | |
αιτιατική | τη | σταλίτσα | τις | σταλίτσες |
κλητική | σταλίτσα | σταλίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σταλίτσα < στάλα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα ή σταλιά + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασταλίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του στάλα ή υποκοριστικό του σταλιά, χρησιμοποιείται για να να δηλώσει μικρή ποσότητα
- ※ Η Μάδγα, η γυναίκα του Αχιλλέα ντε, τη ζωγράφισε, έγραψε και το «Για πάντα», κι αυτός μετά τα σκάλισε γράμμα γράμμα, σταλίτσα σταλίτσα, όπως ακριβώς τα σκέφτηκε εκείνη (Μαρία Παπαγιάννη, Εκεί και πάντα αλλού, εκδ. Πατάκη, 2014)
- ※ Ας είχα, λέγω, κόρη μ', να πιω μια σταλίτσα , νὰ δροσιστεῖ τ ̓ αχειλάκι μου ! Στέγνωσε ο καταπιώνας μου να λαλώ, να σαματεύγω, και . . . Πιά , μια στάλα , μια σταλίτσα πιά ! Ἡ Σμαραγδὴ σηκώθηκε , δοκίμασε να της δώσει από ένα ποτήρι χλιό χαμομήλι που είχε πλάι (Στρατής Μυριβήλης, Η Παναγιά η γοργόνα, μυθιστόρημα, 1955, Βιβλιοπωλείς της Εστίας, Ι. Δ. Κολλάρου, σελ. 348)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σταλίτσα
|