ἔνατμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἔνατμος | τὸ | ἔνατμον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἐνάτμου | τοῦ | ἐνάτμου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἐνάτμῳ | τῷ | ἐνάτμῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἔνατμον | τὸ | ἔνατμον | ||
κλητική ὦ! | ἔνατμε | ἔνατμον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἔνατμοι | τὰ | ἔνατμᾰ | ||
γενική | τῶν | ἐνάτμων | τῶν | ἐνάτμων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐνάτμοις | τοῖς | ἐνάτμοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐνάτμους | τὰ | ἔνατμᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἔνατμοι | ἔνατμᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐνάτμω | τὼ | ἐνάτμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐνάτμοιν | τοῖν | ἐνάτμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἔνατμος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που έχει ατμό
Πηγές
επεξεργασία- ἔνατμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.