ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἔνατμος τὸ ἔνατμον
      γενική τοῦ/τῆς ἐνάτμου τοῦ ἐνάτμου
      δοτική τῷ/τῇ ἐνάτμ τῷ ἐνάτμ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἔνατμον τὸ ἔνατμον
     κλητική ! ἔνατμε ἔνατμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἔνατμοι τὰ ἔνατμ
      γενική τῶν ἐνάτμων τῶν ἐνάτμων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐνάτμοις τοῖς ἐνάτμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐνάτμους τὰ ἔνατμ
     κλητική ! ἔνατμοι ἔνατμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐνάτμω τὼ ἐνάτμω
      γεν-δοτ τοῖν ἐνάτμοιν τοῖν ἐνάτμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔνατμος < ἔν- + ἀτμός

  Επίθετο

επεξεργασία

ἔνατμος, -ος, -ον