Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄημι < ἄϝημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂weh₁- (πνέω, φυσώ) (κοινή ρίζα με τις λέξεις ἀήρ, αὔρα, ἄελλα, ἄω, ἀάω· με τα ρήματα και κοινοί τύποι)

ἄημι

  1. πνέω, φυσώ
  2. μέσο πλήττομαι από τον άνεμο, κυμαίνομαι
  3. (μεταφορικά) το πισωγύρισμα, η αναποφασιστικότητα, η αμφιταλάντευση
  4. (μεταφορικά) αποπνέω, εκπέμπω
    περί τ᾽ ἀμφί τε κάλλος ἄητο : η ομορφιά της έπνεε παντού τριγύρω της

Συγγενικά

επεξεργασία