Ετυμολογία

επεξεργασία
ζαής < ζα- (επιτατικό μόριο) και ἄημι (πνέω)

  Επίθετο

επεξεργασία

ζαής, ής, ές-ζαοῦς

  1. που φυσάει δυνατά (άνεμος), τρικυμιώδης, ορμητικός
    ἄνεμος ζαής
    ὦρσεν ἔπι ζαῆν ἄνεμον, ζαοῦς Νότου