→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δυσαής τὸ δυσαές
      γενική τοῦ/τῆς δυσαοῦς τοῦ δυσαοῦς
      δοτική τῷ/τῇ δυσαεῖ τῷ δυσαεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν δυσα τὸ δυσαές
     κλητική ! δυσαές δυσαές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δυσαεῖς τὰ δυσα
      γενική τῶν δυσαῶν τῶν δυσαῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς δυσαέσ(ν) τοῖς δυσαέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυσαεῖς τὰ δυσα
     κλητική ! δυσαεῖς δυσα
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσαεῖ τὼ δυσαεῖ
      γεν-δοτ τοῖν δυσαοῖν τοῖν δυσαοῖν
επικός τύπος  γενική πληθ. δυσαήων, γενική ενικ. δυσαέος
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσαής < δυσ- + ἄημι

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσαής, -ής, -ές

  1. (μετεωρολογία) (για άνεμο) θυελλώδης
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 865 (864-865)
    Οἵη δ᾽ ἐκ νεφέων ἐρεβεννὴ φαίνεται ἀὴρ | καύματος ἐξ ἀνέμοιο δυσαέος ὀρνυμένοιο,
    Και ως από νέφη φαίνεται σκοταδερός ο αέρας, | ότ᾽ άνεμος σηκώνεται κακός από το καύμα,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 289 (287-290)
    πῇ κέν τις ὑπεκφύγοι αἰπὺν ὄλεθρον, | ἤν πως ἐξαπίνης ἔλθῃ ἀνέμοιο θύελλα, | ἢ Νότου ἢ Ζεφύροιο δυσαέος, οἵ τε μάλιστα | νῆα διαρραίουσι, θεῶν ἀέκητι ἀνάκτων.
    Αλήθεια, πες μου, ποιος και πώς θα το μπορούσε να ξεφύγει | την απειλή του ολέθρου, αν ξαφνικά ξεσπούσε θύελλα, | απ᾽ τον νοτιά ή τον σφοδρό πουνέντε (άνεμοι που καταλύουν | τα πλοία), κι ας μην το θέλησαν οι κραταιοί θεοί;
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 13 (ν. Ὀδυσσέως ἀπόπλους παρὰ Φαιάκων καὶ ἄφιξις εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 99 (99-100)
    αἵ τ᾽ ἀνέμων σκεπόωσι δυσαήων μέγα κῦμα | ἔκτοθεν·
    κρατώντας το μεγάλο κύμα απέξω, όταν οι άνεμοι λυσσομανούν.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
     συνώνυμα: ὑπεραής
  2. που αποπνέει δυσοσμία
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Ὀππιανός, Ἁλιευτικά, 4.662 @scaife.perseus
    κοιλάσι καὶ θαλάμῃσι δυσαέα φάρμακʼ ἄλειψε
    ※  3ος κε αιώνας Οππιανός ο εξ Απαμείας, Κυνηγετικά, 3.114, @scaife.perseus
    αἰὲν ἔχει γλαῦκός τε χάροψ φωκή τε δυσαής.
  3. (γενικότερα) βίαιος, σφοδρός

Αντώνυμα

επεξεργασία