εὐαής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ εὐαής | τὸ εὐαές | οἱ, αἱ εὐαεῖς | τὰ εὐαῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς εὐαοῦς | τοῦ εὐαοῦς | τῶν εὐαῶν | τῶν εὐαῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ εὐαεῖ | τῷ εὐαεῖ | τοῖς, ταῖς εὐαέσι(ν) | τοῖς εὐαέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν εὐαῆ | τὸ εὐαές | τοὺς, τὰς εὐαεῖς | τὰ εὐαῆ |
Κλητική | εὐαές | εὐαές | εὐαεῖς | εὐαῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | εὐαεῖ | |||
Γενική-Δοτική | εὐαοῖν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεὐαής, -ής, -ές
- ευάερος
- δμωσὶ δ᾽ ἐποτρύνειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν / δινέμεν, εὖτ᾽ ἂν πρῶτα φανῇ σθένος Ὠρίωνος, / χώρῳ ἐν εὐαέι καὶ ἐυτροχάλῳ ἐν ἀλωῇ· (Ησίοδος, Έργα και Ημέραι, 597-599)
- δροσερός
- ευνοϊκός
- Ὕπν᾽ ὀδύνας ἀδαής, Ὕπνε δ᾽ ἀλγέων, / εὐαὲς ἡμῖν ἔλθοις, / εὐαίων εὐαίων, ὦναξ (Σοφοκλής, Φιλοκτήτης, 827-829)
- (για άνεμο): ευνοϊκός, ούριος
- κατὰ ταῦτα δὲ τὰ ἔπεα καὶ τόδε τὸ χωρίον οὐκ ἥκιστα ἀλλὰ μάλιστα δηλοῖ ὅτι οὐκ Ὁμήρου τὰ Κύπρια ἔπεα ἐστὶ ἀλλ᾽ ἄλλου τινός. ἐν μὲν γὰρ τοῖσι Κυπρίοισι εἴρηται ὡς τριταῖος ἐκ Σπάρτης Ἀλέξανδρος ἀπίκετο ἐς τὸ Ἴλιον ἄγων Ἑλένην, εὐαέι τε πνεύματι χρησάμενος καὶ θαλάσσῃ λείῃ: ἐν δὲ Ἰλιάδι λέγει ὡς ἐπλάζετο ἄγων αὐτήν. (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 2, 117)
- οἳ ναίετ᾽ οὐράνιοι, / σωτῆρες τᾶς Ἑλένας, / γλαυκὸν ἔπιτ᾽ οἶδμα κυανόχροά τε κυμάτων / ῥόθια πολιὰ θαλάσσας, / ναύταις εὐαεῖς ἀνέμων / πέμποντες Διόθεν πνοάς. (Ευριπίδης, Ελένη, 1499-1505)
- κεῖθεν δ', εἰ Φοίβωι μεμελήμεθα πάντες ἀοιδοί, / πλεύσομαι εὐαεῖ θαρσαλέως ζεφύρωι. (Αντίφιλος ο Βυζάντιος, Παλατινή Ανθολογία, Χ 17)
- ευδαίμων, ευτυχής