αμφιταλάντευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμφιταλάντευση | οι | αμφιταλαντεύσεις |
γενική | της | αμφιταλάντευσης* | των | αμφιταλαντεύσεων |
αιτιατική | την | αμφιταλάντευση | τις | αμφιταλαντεύσεις |
κλητική | αμφιταλάντευση | αμφιταλαντεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αμφιταλαντεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμφιταλάντευση < (καθαρεύουσα) αμφιταλάντευσις < αμφιταλαντεύομαι + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμφιταλάντευση θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμφιταλάντευση