επαμφοτερισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επαμφοτερισμός < ελληνιστική κοινή ἐπαμφοτερισμός < αρχαία ελληνική ἐπαμφοτερίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
επαμφοτερισμός αρσενικό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επαμφοτερίζω