Δείτε επίσης: ἐπαμφοτερίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επαμφοτερίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπαμφοτερίζω (είμαι δίσημος)[1] (< ἐπί + ἀμφοτερίζω < ἀμφότερος < ἄμφω)

  Ρήμα επεξεργασία

επαμφοτερίζω

  • (λόγιο) φέρομαι πότε με κάποιον τρόπο και πότε με κάποιον διαφορετικό

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία