Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίσημος η δίσημη το δίσημο
      γενική του δίσημου της δίσημης του δίσημου
    αιτιατική τον δίσημο τη δίσημη το δίσημο
     κλητική δίσημε δίσημη δίσημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίσημοι οι δίσημες τα δίσημα
      γενική των δίσημων των δίσημων των δίσημων
    αιτιατική τους δίσημους τις δίσημες τα δίσημα
     κλητική δίσημοι δίσημες δίσημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

δίσημος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δίσημος (με αμφίβολη μουσική ποσότητα) < (δίς) δί- + σῆμ(α) + -ος
με δύο σημασίες < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ambivalent[1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈði.si.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δί‐ση‐μος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

δίσημος, -η, -ο

  1. (λόγιο) που έχει δύο σημασίες
  2. (μουσική) που εκτελείται σε δύο χρόνους

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δίσημος τὸ δίσημον
      γενική τοῦ/τῆς δισήμου τοῦ δισήμου
      δοτική τῷ/τῇ δισήμ τῷ δισήμ
    αιτιατική τὸν/τὴν δίσημον τὸ δίσημον
     κλητική ! δίσημε δίσημον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δίσημοι τὰ δίσημ
      γενική τῶν δισήμων τῶν δισήμων
      δοτική τοῖς/ταῖς δισήμοις τοῖς δισήμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δισήμους τὰ δίσημ
     κλητική ! δίσημοι δίσημ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δισήμω τὼ δισήμω
      γεν-δοτ τοῖν δισήμοιν τοῖν δισήμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

δίσημος (ελληνιστική κοινή) < (δίς) δί- + αρχαία ελληνική σῆμ(α) + -ος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

δίσημος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. που έχει δύο σημασίες
  2. (μετρική) που αποτελείται από δύο χρόνους
  3. (γραμματική, για φωνήεν) δίχρονος

  ΠηγέςΕπεξεργασία