επαμφοτερίζων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επαμφοτερίζων & επαμφοτερίζοντας |
η | επαμφοτερίζουσα | το | επαμφοτερίζον |
γενική | του | επαμφοτερίζοντος & επαμφοτερίζοντα |
της | επαμφοτερίζουσας & επαμφοτεριζούσης* |
του | επαμφοτερίζοντος |
αιτιατική | τον | επαμφοτερίζοντα | την | επαμφοτερίζουσα | το | επαμφοτερίζον |
κλητική | επαμφοτερίζων & επαμφοτερίζοντα |
επαμφοτερίζουσα | επαμφοτερίζον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επαμφοτερίζοντες | οι | επαμφοτερίζουσες | τα | επαμφοτερίζοντα |
γενική | των | επαμφοτεριζόντων | των | επαμφοτεριζουσών | των | επαμφοτεριζόντων |
αιτιατική | τους | επαμφοτερίζοντες | τις | επαμφοτερίζουσες | τα | επαμφοτερίζοντα |
κλητική | επαμφοτερίζοντες | επαμφοτερίζουσες | επαμφοτερίζοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επαμφοτερίζων < αρχαία ελληνική ἐπαμφοτερίζων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἐπαμφοτερίζω
Μετοχή
επεξεργασίαεπαμφοτερίζων, -ουσα, -ον
- (λόγιο) που επαμφοτερίζει
- που εμφανίζεται πότε με μία μορφή και πότε με άλλη
- (χημεία) ουσία που μπορεί να συμπεριφερθεί και σαν οξύ και σαν βάση
- (μεταφορικά) αμφιφυλόφιλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία επαμφοτερίζων