Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμφιταλαντεύομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀμφιταλαντεύω (ισοζυγίζω) με σχηματισμό παθητικού τύπου (-ομαι) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική vaciller) [1] Μορφολογικά αναλύεται σε αμφι- + ταλαντεύομαι

  Ρήμα επεξεργασία

αμφιταλαντεύομαι, μτχ.π.ε.: αμφιταλαντευόμενος, π.αόρ.: αμφιταλαντεύτηκα (αποθετικό ρήμα)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία