ισοζυγίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισοζυγίζω < πληθυντικός του ίσος: ίσ(α) + -ο- + ζυγίζω. Συγκρίνετε με το ισοζυγιάζω.[1] < ισοζύγιο.[2] Παραβάλετε: ελληνιστική κοινή ἰσοζυγέω < ἰσόζυγος / ἰσοζυγής < ἴσος + ζυγός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.so.ziˈʝi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σο‐ζυ‐γί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαισοζυγίζω, αόρ.: ισοζύγισα, παθ.φωνή: ισοζυγίζομαι, π.αόρ.: ισοζυγίστηκα, μτχ.π.π.: ισοζυγισμένος
- με ζύγιση εξισορροπώ το βάρος δύο ή περισσοτέρων πραγμάτων, τα κάνω να έχουν το ίδιο βάρος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ισοζυγίζω | ισοζύγιζα | θα ισοζυγίζω | να ισοζυγίζω | ισοζυγίζοντας | |
β' ενικ. | ισοζυγίζεις | ισοζύγιζες | θα ισοζυγίζεις | να ισοζυγίζεις | ισοζύγιζε | |
γ' ενικ. | ισοζυγίζει | ισοζύγιζε | θα ισοζυγίζει | να ισοζυγίζει | ||
α' πληθ. | ισοζυγίζουμε | ισοζυγίζαμε | θα ισοζυγίζουμε | να ισοζυγίζουμε | ||
β' πληθ. | ισοζυγίζετε | ισοζυγίζατε | θα ισοζυγίζετε | να ισοζυγίζετε | ισοζυγίζετε | |
γ' πληθ. | ισοζυγίζουν(ε) | ισοζύγιζαν ισοζυγίζαν(ε) |
θα ισοζυγίζουν(ε) | να ισοζυγίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ισοζύγισα | θα ισοζυγίσω | να ισοζυγίσω | ισοζυγίσει | ||
β' ενικ. | ισοζύγισες | θα ισοζυγίσεις | να ισοζυγίσεις | ισοζύγισε | ||
γ' ενικ. | ισοζύγισε | θα ισοζυγίσει | να ισοζυγίσει | |||
α' πληθ. | ισοζυγίσαμε | θα ισοζυγίσουμε | να ισοζυγίσουμε | |||
β' πληθ. | ισοζυγίσατε | θα ισοζυγίσετε | να ισοζυγίσετε | ισοζυγίστε | ||
γ' πληθ. | ισοζύγισαν ισοζυγίσαν(ε) |
θα ισοζυγίσουν(ε) | να ισοζυγίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ισοζυγίσει | είχα ισοζυγίσει | θα έχω ισοζυγίσει | να έχω ισοζυγίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ισοζυγίσει | είχες ισοζυγίσει | θα έχεις ισοζυγίσει | να έχεις ισοζυγίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ισοζυγίσει | είχε ισοζυγίσει | θα έχει ισοζυγίσει | να έχει ισοζυγίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ισοζυγίσει | είχαμε ισοζυγίσει | θα έχουμε ισοζυγίσει | να έχουμε ισοζυγίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ισοζυγίσει | είχατε ισοζυγίσει | θα έχετε ισοζυγίσει | να έχετε ισοζυγίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ισοζυγίσει | είχαν ισοζυγίσει | θα έχουν ισοζυγίσει | να έχουν ισοζυγίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ισοζυγίζομαι | ισοζυγιζόμουν(α) | θα ισοζυγίζομαι | να ισοζυγίζομαι | ||
β' ενικ. | ισοζυγίζεσαι | ισοζυγιζόσουν(α) | θα ισοζυγίζεσαι | να ισοζυγίζεσαι | ||
γ' ενικ. | ισοζυγίζεται | ισοζυγιζόταν(ε) | θα ισοζυγίζεται | να ισοζυγίζεται | ||
α' πληθ. | ισοζυγιζόμαστε | ισοζυγιζόμαστε ισοζυγιζόμασταν |
θα ισοζυγιζόμαστε | να ισοζυγιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ισοζυγίζεστε | ισοζυγιζόσαστε ισοζυγιζόσασταν |
θα ισοζυγίζεστε | να ισοζυγίζεστε | (ισοζυγίζεστε) | |
γ' πληθ. | ισοζυγίζονται | ισοζυγίζονταν ισοζυγιζόντουσαν |
θα ισοζυγίζονται | να ισοζυγίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ισοζυγίστηκα | θα ισοζυγιστώ | να ισοζυγιστώ | ισοζυγιστεί | ||
β' ενικ. | ισοζυγίστηκες | θα ισοζυγιστείς | να ισοζυγιστείς | ισοζυγίσου | ||
γ' ενικ. | ισοζυγίστηκε | θα ισοζυγιστεί | να ισοζυγιστεί | |||
α' πληθ. | ισοζυγιστήκαμε | θα ισοζυγιστούμε | να ισοζυγιστούμε | |||
β' πληθ. | ισοζυγιστήκατε | θα ισοζυγιστείτε | να ισοζυγιστείτε | ισοζυγιστείτε | ||
γ' πληθ. | ισοζυγίστηκαν ισοζυγιστήκαν(ε) |
θα ισοζυγιστούν(ε) | να ισοζυγιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ισοζυγιστεί | είχα ισοζυγιστεί | θα έχω ισοζυγιστεί | να έχω ισοζυγιστεί | ισοζυγισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ισοζυγιστεί | είχες ισοζυγιστεί | θα έχεις ισοζυγιστεί | να έχεις ισοζυγιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ισοζυγιστεί | είχε ισοζυγιστεί | θα έχει ισοζυγιστεί | να έχει ισοζυγιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ισοζυγιστεί | είχαμε ισοζυγιστεί | θα έχουμε ισοζυγιστεί | να έχουμε ισοζυγιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ισοζυγιστεί | είχατε ισοζυγιστεί | θα έχετε ισοζυγιστεί | να έχετε ισοζυγιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ισοζυγιστεί | είχαν ισοζυγιστεί | θα έχουν ισοζυγιστεί | να έχουν ισοζυγιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ισοζυγισμένος - είμαστε, είστε, είναι ισοζυγισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ισοζυγισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ισοζυγισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ισοζυγισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ισοζυγισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ισοζυγισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ισοζυγισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ισοζυγίζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ισοζυγίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ισοζύγιο, ισοζυγίζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.