Ετυμολογία

επεξεργασία
ισοζυγίζω < πληθυντικός του ίσος: ίσ(α) + -ο- + ζυγίζω. Συγκρίνετε με το ισοζυγιάζω.[1] < ισοζύγιο.[2] Παραβάλετε: ελληνιστική κοινή ἰσοζυγέω < ἰσόζυγος / ἰσοζυγής < ἴσος + ζυγός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.so.ziˈʝi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐σο‐ζυ‐γί‐ζω

ισοζυγίζω, αόρ.: ισοζύγισα, παθ.φωνή: ισοζυγίζομαι, π.αόρ.: ισοζυγίστηκα, μτχ.π.π.: ισοζυγισμένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ισοζυγίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ισοζύγιο, ισοζυγίζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.