ισοζυγιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ισοζυγιστής < ισοζυγίζω + -τής (2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική handicapper)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ισοζυγιστής αρσενικό
- αυτός που ισοζυγίζει
- (ειδικότερα) αυτός που φροντίζει ώστε οι ίπποι να είναι ισοβαρείς για τις ιπποδρομίες
Μεταφράσεις επεξεργασία
ισοζυγιστής
|