Δείτε επίσης: ἰσοζυγιάζω

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.so.ziˈʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ισοζυγιάζω

ισοζυγιάζω, αόρ.: ισοζύγιασα, παθ.φωνή: ισοζυγιάζομαι, π.αόρ.: ισοζυγιάστηκα, μτχ.π.π.: ισοζυγιασμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ισοζυγιάζω -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].