ισοζυγιασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ισοζυγιασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου ισοζυγιάζω
Μετοχή επεξεργασία
ισοζυγιασμένος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ισοζυγίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ισοζυγιασμένος
|