Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ισοζυγισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Άλλες μορφές
1.1.2
Συγγενικά
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ισοζυγισμέν
ος
η
ισοζυγισμέν
η
το
ισοζυγισμέν
ο
γενική
του
ισοζυγισμέν
ου
της
ισοζυγισμέν
ης
του
ισοζυγισμέν
ου
αιτιατική
τον
ισοζυγισμέν
ο
την
ισοζυγισμέν
η
το
ισοζυγισμέν
ο
κλητική
ισοζυγισμέν
ε
ισοζυγισμέν
η
ισοζυγισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ισοζυγισμέν
οι
οι
ισοζυγισμέν
ες
τα
ισοζυγισμέν
α
γενική
των
ισοζυγισμέν
ων
των
ισοζυγισμέν
ων
των
ισοζυγισμέν
ων
αιτιατική
τους
ισοζυγισμέν
ους
τις
ισοζυγισμέν
ες
τα
ισοζυγισμέν
α
κλητική
ισοζυγισμέν
οι
ισοζυγισμέν
ες
ισοζυγισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ισοζυγισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ισοζυγώ
και
ισοζυγίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ισοζυγιασμένος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ισοζυγίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ισοζυγισμένος