ισοζυγιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.so.ziˈʝa.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σο‐ζυ‐γιά‐ζο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαισοζυγιάζομαι, π.αόρ.: ισοζυγιάστηκα, μτχ.π.π.: ισοζυγιασμένος
- παθητική φωνή του ρήματος ισοζυγιάζω → δείτε και την κλίση