Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ισοζυγισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ισοζυγισμ
ός
οι
ισοζυγισμ
οί
γενική
του
ισοζυγισμ
ού
των
ισοζυγισμ
ών
αιτιατική
τον
ισοζυγισμ
ό
τους
ισοζυγισμ
ούς
κλητική
ισοζυγισμ
έ
ισοζυγισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ισοζυγισμός
<
ισοζυγίζω
+
-μός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ισοζυγισμός
αρσενικό
το
αποτέλεσμα
του
ισοζυγίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ισοζυγισμός