πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμφιταλαντευόμενος η αμφιταλαντευόμενη το αμφιταλαντευόμενο
      γενική του αμφιταλαντευόμενου της αμφιταλαντευόμενης του αμφιταλαντευόμενου
    αιτιατική τον αμφιταλαντευόμενο την αμφιταλαντευόμενη το αμφιταλαντευόμενο
     κλητική αμφιταλαντευόμενε αμφιταλαντευόμενη αμφιταλαντευόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμφιταλαντευόμενοι οι αμφιταλαντευόμενες τα αμφιταλαντευόμενα
      γενική των αμφιταλαντευόμενων των αμφιταλαντευόμενων των αμφιταλαντευόμενων
    αιτιατική τους αμφιταλαντευόμενους τις αμφιταλαντευόμενες τα αμφιταλαντευόμενα
     κλητική αμφιταλαντευόμενοι αμφιταλαντευόμενες αμφιταλαντευόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
αμφιταλαντευόμενος: μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος αμφιταλαντεύομαι
ΔΦΑ : /aɱ.fi.ta.lan.deˈvo.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμφιταλαντευόμενος

αμφιταλαντευόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία