αμφιταλαντευόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμφιταλαντευόμενος: μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος αμφιταλαντεύομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɱ.fi.ta.lan.deˈvo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αμ‐φι‐τα‐λα‐ντευ‐ό‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασίααμφιταλαντευόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- που αμφιταλαντεύεται μεταξύ δύο αντίθετων γνωμών, αποφάσεων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμφιταλαντευόμενος